Λίγα λόγια για…
τη «Λαογραφία», την «Παράδοση» και τα «Παραδοσιακά Τραγούδια»
Η λαογραφία, ως η επιστήμη της μελέτης του λαϊκού πολιτισμού, πρωτοεμφανίστηκε το 1846 στην Αγγλία με το ερασιτεχνικό Folklore του αρχαιολόγου William Jhon Thoms, και ύστερα, το 1858, στη Γερμανία, με την πολύ περισσότερο συστηματική Volskunde του ιστορικού του πολιτισμού Wilhelm-Heinrich Riehl. Ωστόσο φάνηκε εύκολα, ότι και στις δύο αυτές πρώτες εκδοχές της έννοιας του «λαϊκού» δεν συμπεριλαμβανόταν κάτι ολόκληρο και ενιαίο, αλλά μόνο η αγροτική τάξη, και μάλιστα σε συνάρτηση με το ρόλο της ως συντηρητή μιας παλιάς παράδοσης: of the olden Time. Όταν τον 18ο αιώνα, η ένταση στις σχέσεις ανάμεσα στο ανώτερο και κατώτερο κοινωνικό στρώμα έφτασε στην κορύφωσή της, τότε γεννήθηκε η λαογραφία, από τη λαχτάρα για τη φύση, που είχε η αριστοκρατική κοινωνία, που έμεινε χωρίς ρίζες. Μπορούμε να πούμε πιο απλά, ότι η λαογραφία, που γεννήθηκε επίσημα, γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν δηλαδή η Ευρώπη ταραζόταν από επαναστατικά κινήματα, όπως τα καθόριζαν κυρίως, οι διεκδικήσεις της εργατικής τάξης, είναι μια πολιτικά χρωματισμένη πράξη φυγής προς την παλιά καλή εποχή, όταν οι σχέσεις ανάμεσα στον (ακόμα ταξικά αδιαφοροποίητο) πληθυσμό ήταν ή φαίνονταν αρμονικές. Στο μεσαίωνα η αγροτική τάξη ήταν δυνατό να καλύψει το μεγαλύτερο πλάτος της έννοιας του λαού στα πλαίσια της εθνότητας, αφού η αστική τάξη δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί και η τάξη των ευγενών δεν είχε διαμορφωμένη καμία εθνική συνείδηση. Όμως η χρονική αυτή μετάθεση δεν μπορούσε να κρατάει επ’ άπειρον. Ιδιαίτερα από τις αρχές του 20ου αιώνα άρχισαν οι αντιδράσεις γι’ αυτή τη μονοσήμαντη και μονοδιάστατη εκδοχή του λαού, όπως είχε υιοθετηθεί από τους πρώτους λαογράφους. Ένας από τους μεγαλύτερους γερμανούς λαογράφους ο Adolf Spamer, επιχείρησε το 1924 να διευρύνει την έννοια του λαού, απλώνοντάς τη πέρα από τα όρια μιας τάξης. Το «λαϊκό άνθρωπο» (Volksmensch), έλεγε, μπορούμε να τον βρούμε σε όλες τις τάξεις. Είναι αυτός που ορίζεται από την πνευματική σύσταση διάφορων ομάδων. Τις ομάδες αυτές θεωρούσε σημαντικότερες, ως προς τη διαμόρφωση γενικών ανθρώπινων τύπων, και από τις ταξικές. Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, έχει επικρατήσει στον χώρο των λαογράφων μια διαφορετική θεώρηση σε ό, τι αφορά στον παραδοσιακό πολιτισμό. Αναγνωρίζεται πλέον ότι τα στοιχεία του πολιτισμού διαμορφώνονται και μεταλλάσσονται όντας σε άμεση επικοινωνία και αλληλεπίδραση με τις άλλες σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Στο πλαίσιο των νέων αυτών προσεγγίσεων υποστηρίζεται ότι ο παραδοσιακός πολιτισμός δεν είναι στατικός αλλά δυναμικός και επομένως τα στοιχεία του δεν επιβιώνουν απλώς στο περιθώριο της σύγχρονης κοινωνίας αλλά μεταλλάσσονται.
Ο παραδοσιακός χαρακτήρας των λαογραφικών στοιχείων δεν αφορά τόσο την καταγωγή, όσο κυρίως τη μορφή τους. Δεν έχει σημασία αν τα στοιχεία αυτά προέρχονται από παλιότερες περιόδους πολιτισμού ή αν είναι σύγχρονα δημιουργήματα, φτάνει να έχουν τη μορφή, τον τύπο της λαϊκής δημιουργίας, έτσι όπως βαθμιαία διαμορφώθηκε και αποκρυσταλλώθηκε κατά τη μακρόχρονη εξέλιξη του πολιτισμού κάθε λαού. Επιπλέον, η παράδοση δεν είναι κάτι το αδρανές ή το στατικό. Παράλληλα με τη δύναμη της συνήθειας, που συγκρατεί τα κεκτημένα, ενεργεί και η αφομοιωτική δύναμη της παράδοσης, που τείνει στην απόκτηση νέων στοιχείων. Η παράδοση δεν είναι αποκλειστική ιδιότητα του παραδοσιακού πολιτισμού, έχει το ρόλο της και στο σύγχρονό μας πολιτισμό, αλλά ένα ρόλο διαφορετικό: Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν χρησιμοποιείται από την παράδοση, την χρησιμοποιεί. Όταν μιλάμε σήμερα για παράδοση, δεν εννοούμε πια ένα τρόπο δουλειάς που παραδίδεται από τη μια γενιά στην άλλη. Εννοούμε μια συνείδηση του συνόλου του παρελθόντος στο παρόν. Πρωτοτυπία δεν σημαίνει πια ότι κάνει κανείς μια ανεπαίσθητη προσωπική τροποποίηση στους άμεσους προγόνους του. Σημαίνει την ικανότητα να βρίσκει σε οποιοδήποτε έργο οποιασδήποτε εποχής ή περιοχής ένα νήμα σκέψης ή μια νύξη που θα τον οδηγήσει στον χειρισμό του δικού του θέματος.
Στα παραδοσιακά τραγούδια, ένας από τους πολλούς, που έχει το χάρισμα της στιχουργικής δεξιότητας και το μουσικό αίσθημα ανεπτυγμένο, υπακούοντας σε μια εσωτερική ώθηση, σε μια στιγμή ποιητικής έξαρσης συνθέτει το τραγούδι, βρίσκοντας ταυτόχρονα το ρυθμό και το σκοπό ή προσαρμόζοντάς το σε γνωστό. Το τραγούδι αυτό εύκολα το παίρνει κάποιος άλλος και το επαναλαμβάνει όταν βρίσκεται στην ίδια ψυχική διάθεση. Μπορεί φυσικά να επιφέρει και ορισμένες μεταβολές, για να το κάνει να συμφωνεί περισσότερο με τα δικά του συναισθήματα. Έτσι καθώς διαδίδεται το τραγούδι από στόμα σε στόμα, γίνεται κοινό κτήμα, γιατί κάθε τραγουδιστής το οικειοποιείται, και κυκλοφορεί αδέσποτο, και κυρίως γιατί όλα μέσα στο τραγούδι αυτό είναι γνώριμα, τίποτα ξένο ή ανώτερο από τις δικές του σκέψεις και τα συναισθήματα. (Το τραγούδι κυκλοφορεί αδέσποτο γιατί ο πρώτος δημιουργός του δεν είχε τον πόθο να κάνει γνωστό τ’ όνομά του, επειδή, όταν το συνέθεσε, δεν είχε καμιά φιλολογική φιλοδοξία, μόνο το τραγούδησε από ανάγκη της καρδιάς του). Από στόμα σε στόμα το αρχικό τραγούδι φυσικά μεταβάλλεται. Τα παραδοσιακά τραγούδια ανάλογα με το περιεχόμενο του ποιητικού τους κειμένου χωρίζονται σε κατηγορίες όπως: νανουρίσματα, παραλογές, της ξενιτιάς, κάλαντα, αποκριάτικα κ.α. Τα ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια έχουν ρίζες που μπορεί να ξεκινούν από πολύ παλιά. Για κάποια απ' αυτά που τραγουδιούνται σήμερα, έχουμε ενδείξεις ότι υπήρχαν παρόμοια στην αρχαιότητα και στο Βυζάντιο π.χ. τα κάλαντα, ενώ η πλειονότητά τους έχει δημιουργηθεί την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ορισμένα π.χ. το "Καροτσέρι τράβα" δημιουργήθηκαν τον 19ο αιώνα αλλά μεταφέρονται από γενιά σε γενιά όπως και τα άλλα παραδοσιακά. Παραδοσιακά τραγούδια συνέχισαν να δημιουργούνται για πολλά χρόνια, όπως κρητικά ριζίτικα τραγούδια που αναφέρονται στη γερμανική κατοχή. Πολλά τραγούδια συνδέονται και με χορό. Στην ιστοσελίδα αυτή έχουμε επικεντρωθεί στα παραδοσιακά τραγούδια της Ρόδου και συγκεκριμένα στις εξής κατηγορίες: τραγούδια του γάμου, κάλαντα, σατυρικά τραγούδια, τραγούδια της ξενιτιάς, τραγούδια του έρωτα.
Ο παραδοσιακός χαρακτήρας των λαογραφικών στοιχείων δεν αφορά τόσο την καταγωγή, όσο κυρίως τη μορφή τους. Δεν έχει σημασία αν τα στοιχεία αυτά προέρχονται από παλιότερες περιόδους πολιτισμού ή αν είναι σύγχρονα δημιουργήματα, φτάνει να έχουν τη μορφή, τον τύπο της λαϊκής δημιουργίας, έτσι όπως βαθμιαία διαμορφώθηκε και αποκρυσταλλώθηκε κατά τη μακρόχρονη εξέλιξη του πολιτισμού κάθε λαού. Επιπλέον, η παράδοση δεν είναι κάτι το αδρανές ή το στατικό. Παράλληλα με τη δύναμη της συνήθειας, που συγκρατεί τα κεκτημένα, ενεργεί και η αφομοιωτική δύναμη της παράδοσης, που τείνει στην απόκτηση νέων στοιχείων. Η παράδοση δεν είναι αποκλειστική ιδιότητα του παραδοσιακού πολιτισμού, έχει το ρόλο της και στο σύγχρονό μας πολιτισμό, αλλά ένα ρόλο διαφορετικό: Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν χρησιμοποιείται από την παράδοση, την χρησιμοποιεί. Όταν μιλάμε σήμερα για παράδοση, δεν εννοούμε πια ένα τρόπο δουλειάς που παραδίδεται από τη μια γενιά στην άλλη. Εννοούμε μια συνείδηση του συνόλου του παρελθόντος στο παρόν. Πρωτοτυπία δεν σημαίνει πια ότι κάνει κανείς μια ανεπαίσθητη προσωπική τροποποίηση στους άμεσους προγόνους του. Σημαίνει την ικανότητα να βρίσκει σε οποιοδήποτε έργο οποιασδήποτε εποχής ή περιοχής ένα νήμα σκέψης ή μια νύξη που θα τον οδηγήσει στον χειρισμό του δικού του θέματος.
Στα παραδοσιακά τραγούδια, ένας από τους πολλούς, που έχει το χάρισμα της στιχουργικής δεξιότητας και το μουσικό αίσθημα ανεπτυγμένο, υπακούοντας σε μια εσωτερική ώθηση, σε μια στιγμή ποιητικής έξαρσης συνθέτει το τραγούδι, βρίσκοντας ταυτόχρονα το ρυθμό και το σκοπό ή προσαρμόζοντάς το σε γνωστό. Το τραγούδι αυτό εύκολα το παίρνει κάποιος άλλος και το επαναλαμβάνει όταν βρίσκεται στην ίδια ψυχική διάθεση. Μπορεί φυσικά να επιφέρει και ορισμένες μεταβολές, για να το κάνει να συμφωνεί περισσότερο με τα δικά του συναισθήματα. Έτσι καθώς διαδίδεται το τραγούδι από στόμα σε στόμα, γίνεται κοινό κτήμα, γιατί κάθε τραγουδιστής το οικειοποιείται, και κυκλοφορεί αδέσποτο, και κυρίως γιατί όλα μέσα στο τραγούδι αυτό είναι γνώριμα, τίποτα ξένο ή ανώτερο από τις δικές του σκέψεις και τα συναισθήματα. (Το τραγούδι κυκλοφορεί αδέσποτο γιατί ο πρώτος δημιουργός του δεν είχε τον πόθο να κάνει γνωστό τ’ όνομά του, επειδή, όταν το συνέθεσε, δεν είχε καμιά φιλολογική φιλοδοξία, μόνο το τραγούδησε από ανάγκη της καρδιάς του). Από στόμα σε στόμα το αρχικό τραγούδι φυσικά μεταβάλλεται. Τα παραδοσιακά τραγούδια ανάλογα με το περιεχόμενο του ποιητικού τους κειμένου χωρίζονται σε κατηγορίες όπως: νανουρίσματα, παραλογές, της ξενιτιάς, κάλαντα, αποκριάτικα κ.α. Τα ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια έχουν ρίζες που μπορεί να ξεκινούν από πολύ παλιά. Για κάποια απ' αυτά που τραγουδιούνται σήμερα, έχουμε ενδείξεις ότι υπήρχαν παρόμοια στην αρχαιότητα και στο Βυζάντιο π.χ. τα κάλαντα, ενώ η πλειονότητά τους έχει δημιουργηθεί την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ορισμένα π.χ. το "Καροτσέρι τράβα" δημιουργήθηκαν τον 19ο αιώνα αλλά μεταφέρονται από γενιά σε γενιά όπως και τα άλλα παραδοσιακά. Παραδοσιακά τραγούδια συνέχισαν να δημιουργούνται για πολλά χρόνια, όπως κρητικά ριζίτικα τραγούδια που αναφέρονται στη γερμανική κατοχή. Πολλά τραγούδια συνδέονται και με χορό. Στην ιστοσελίδα αυτή έχουμε επικεντρωθεί στα παραδοσιακά τραγούδια της Ρόδου και συγκεκριμένα στις εξής κατηγορίες: τραγούδια του γάμου, κάλαντα, σατυρικά τραγούδια, τραγούδια της ξενιτιάς, τραγούδια του έρωτα.